- ηγητικός
- ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, -ή, -όν (Α) [ηγητής]ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡγητικόν — ἡγητικός authoritative masc acc sg ἡγητικός authoritative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητικαί — ἡγητικός authoritative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητικήν — ἡγητικός authoritative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)